εγκαθήλωμα
Смотреть что такое "εγκαθήλωμα" в других словарях:
εγκαθήλωμα — το 1. το να κρατάει κανείς κάποιον ή κάτι εντελώς ακίνητο 2. (κτην.) ο τραυματισμός τού αλόγου κατά το πετάλωμα από στράβωμα καρφιού … Dictionary of Greek
εγκαθήλωση — η το εγκαθήλωμα … Dictionary of Greek
καρφόπιασμα — το [καρφοπιάνω] 1. το κάρφωμα 2. το εγκαθήλωμα* … Dictionary of Greek