εγκαθήλωμα

εγκαθήλωμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εγκαθήλωμα" в других словарях:

  • εγκαθήλωμα — το 1. το να κρατάει κανείς κάποιον ή κάτι εντελώς ακίνητο 2. (κτην.) ο τραυματισμός τού αλόγου κατά το πετάλωμα από στράβωμα καρφιού …   Dictionary of Greek

  • εγκαθήλωση — η το εγκαθήλωμα …   Dictionary of Greek

  • καρφόπιασμα — το [καρφοπιάνω] 1. το κάρφωμα 2. το εγκαθήλωμα* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»